- μαντόλα ή μαντούρα ή μανούρα
- Έγχορδο νυκτό μουσικό όργανο. Ανήκε στην οικογένεια του μεσαιωνικού λαούτου και ήταν σε χρήση μέχρι περίπου τον 18ο αι. Έχει αχλαδόσχημο σώμα, ενώ το πλήρες μήκος του είναι 57,5 εκ., το πλάτος 17,5 και το βάθος 8,5 εκ. Διαθέτει τέσσερα ζευγάρια χορδές, κουρδισμένες μια οκτάβα πιο χαμηλά από το βιολί και τεντωμένες από τα κλειδιά έως τον χορδοστάτη δίχως καβαλάρη. Στον βραχίονα φέρει χωρίσματα (τάστα), όπου σημειώνονται οι τόνοι και τα ημιτόνια. Ο αριθμός των χορδών ποικίλλει ανάλογα με τις εποχές κατά τις οποίες ήταν σε χρήση. Η θεόρβη είναι το μεγαλύτερο όργανο αυτής της οικογένειας και η μ. το μικρότερο. Το όνομα μ. είναι παραφθορά της λέξης παντούρ και η πρώτη του αναφορά στην Ευρώπη έγινε από τον Πραιτώριο (1618). Στην Ελλάδα συναντάται πρώιμα στις μαντολινάτες.
Το έγχορδο μουσικό όργανο μαντόλα.
Dictionary of Greek. 2013.